πηκτώδης

πηκτώδης
-ες, Α [πηκτός / πηκτή]
όμοιος με φρέσκο τυρί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολλοειδής — ές 1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης 2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής» χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10 7 και 10 3… …   Dictionary of Greek

  • ρολάνδειος — α, ο, Ν 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα» ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελού β) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» μεσολόβια αύλακα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”